- κυκλόσε
- κυκλόσεinindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κυκλόσε — (Α) επίρρ. κυκλικά, ολόγυρα («περὶ δ αὐτὸν ἀγηγέραθ , ὅσσοι ἄριστοι, κυκλόσ », Ομ. Ιλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύκλος + επιρρμ. κατάλ. σε (πρβλ. πεδό σε, υψό σε)] … Dictionary of Greek
κυκλόσ' — κυκλόσε , κυκλόσε in indeclform (adverb) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
окроужьѥ — ОКРОУЖЬ|Ѥ (1*), ˫А с. Окрестность: дождь и бездождь(е) и дх҃мъ движенье. ино таковое не ѿверже. но при˫а(т) на б҃а взложь. а еже окружье ѡбирищеть. ˫аже и подъ нб҃семь подвизающа˫асѧ и без начала пщевати видимое мира. (κυκλόσε!) ГБ к. XIV, 153б … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
κύκλος — Κάθε καμπύλη του επιπέδου που αποτελεί τον γεωμετρικό τόπο των σημείων του που ισαπέχουν από ένα ορισμένο σημείο. Αν Ε είναι ένα επίπεδο, Ο ένα σημείο του και ρ θετικός αριθμός, τότε υπάρχει ένας και μόνο ένας κ. του επιπέδου Ε με την ιδιότητα… … Dictionary of Greek